ἔνσημος
Look at other dictionaries:
ἔνσημος — significant masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένσημος — η, ο (AM ἔνσημος, ον) [σήμα] μσν. νεοελλ. αυτός που έχει τυπωμένο σήμα («ένσημος χρυσός») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ένσημο μικρό κομμάτι χαρτί σε σχήμα γραμματοσήμου, με επίσημα έμβλημα κρατικού ή άλλου οργανισμού, το οποίο χρησιμεύει ως… … Dictionary of Greek
ένσημο — το βλ. ένσημος … Dictionary of Greek